ἀλλώνιος

ἀλλώνιος
ἀλλώνιος, [dialect] Aeol.,
A = ἀλλοῖος, Sch.D.T.p.542 H., Eust.1214.28.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλλώνιος — ἀλλώνιος, ον (Α) αιολικός τύπος αντί ἀλλοίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της λ. ἄλλος + αιολ. κατάλ. ώνιος, αντίστοιχη της οιος] …   Dictionary of Greek

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek

  • ανεμώλιος — ἀνεμώλιος, ον (Α) 1. (για πράγματα) μάταιος, ανώφελος, άχρηστος 2. (για πρόσωπα) άστατος, ανίκανος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανεμώνιος < άνεμος + (επίθημα) ώνιος, με ανομοίωση ( ωλιος < ωνιος). Το επίθημα ώνιος είναι αιολικό καί ισοδυναμεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”